- τροχιακός
- ο1. μικρός τροχός, ροδίτσα, καρούλι.2. χάπι, δισκίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροχιακός — ή, ό, Ν 1. φυσ. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιά 2. το ουδ. ως, ουσ.) το τροχιακό φυσ. χημ. μαθηματική έκφραση, η οποία αναφέρεται και ως κυματοσυνάρτηση και που περιγράφει τη διάταξη στον χώρο ενός συστήματος μέχρι το πολύ δύο… … Dictionary of Greek
Σκάιλαμπ — (Skylamb). Αμερικανικός διαστημικός τροχιακός σταθμός. Τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 14 Μαΐου 1973. Είχε ύψος τροχιάς στο περίγειο 434 χλμ. και στο απόγειο 437 χλμ. και κλίση 50°. Στο Σ. εργάστηκαν τρεις αποστολές αστροναυτών, που… … Dictionary of Greek